ὑπονόστησιν

ὑπονόστησιν
ὑπονόστησις
retirement
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπονόστησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπονοστῶ] 1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση 2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῡ θερμοῡ ὑπονόστησιν», Γαλ.) 3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» ο σεισμός (Αναξαγ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”